Ο κάθε ποταμός, μικρός ή μεγάλος έχει δύο όχθες. Έτσι και στην πολιτική οι όχθες είναι δύο. Και όσο χρυσοφόρος είναι ο ποταμός της πολιτικής τόσο απομακρύνονται και οι όχθες.
Στην μία όχθη της πολιτικής βρίσκεται ο λαός, βρίσκονται τα βουνά, οι παραλίες, τα χωριά και οι πόλεις. Στην άλλη όχθη της πολιτικής βρίσκεται η πλατεία Συντάγματος με την Βουλή, τα υπουργεία, το χρηματιστήριο και τα κανάλια. Μόνο σε αυτή την όχθη κανονίστηκε στον ποταμό της Ελλάδας να βγαίνει ο χρυσός από τα χρυσοφόρα πετρώματα της απέναντι όχθης.
Σε αυτή την άλλη όχθη, μακριά από τον λαό και τον καθαρό αέρα, στην όχθη της πλατείας Συντάγματος, στην όχθη των κομμάτων και των κυβερνήσεων, επιβιώνουν μόνο όσοι έχουν γεννηθεί εκεί. Οι γόνοι!!!
Αλλά και όσοι από τύχη βρεθούν εκεί, πρέπει να ξέρουν ότι εκεί είναι νόμιμος ο κανιβαλισμός και οι ανθρωποθυσίες. Ο θεός του χρυσού αυτό επιτάσσει.
Αυτό ο Αλέξης Τσίπρας το αγνόησε. Ήταν άγνωστος και αμαθής και δεν ήταν και γόνος. Βρέθηκε τυχαία εκεί, μάλλον τον άφησαν να πάει και δεν του είπε κάποιος, αλλά δεν το μελέτησε ούτε ο ίδιος, ότι σε αυτή την όχθη επιτρέπεται η ανθρωποφαγία.
Νόμιζε ότι οι ιερείς και το ιερατείο των ανθρωποθυσιών, τα Ζόμπι και οι κανίβαλοι θα τον άφηναν. Και αντί να πάρει μια βάρκα, αντί να βουτήξει και να πάει κολυμπώντας στην άλλη όχθη, την όχθη στην οποία ανήκε, την όχθη του λαού και της πικρής αλήθειας, αντί να στείλει τα κτίρια της Βουλής, των Υπουργείων και τις σφραγίδες τους όταν τυχαία τα πήρε στην όχθη του λαού, προτίμησε να μείνει στην πλατεία Συντάγματος μαζί με τους ανθρωποφάγους.
Άφησε δυστυχώς τον λαό που χωρίς χρυσό θρέφεται με άρτον και θεάματα στην μακρινή όχθη πάνω στις εξέδρες του Κολοσσαίου να χειροκροτεί τους μονομάχους της άλλης όχθης όπου νικητές πάντα θα είναι τα ιερατεία της ανθρωποφαγίας με τις ζυγαριές ακριβείας των καρατίων, αντί να τον κατεβάσει μέσα στην εξέδρα για να παλέψουν εκείνοι για τα δικά τους χρυσοφόρα κοιτάσματα.
Και μην πιστέψετε, αγαπητοί μας φίλοι, ότι όσο θα υπάρχει αυτός ο ποταμός ότι θα επιβιώσει και οποιοσδήποτε άλλος που θα θελήσει να πάει και να μείνει εκεί, εκτός και αν μάθει να του αρέσει το ανθρώπινο αίμα.