Τις προάλλες επισκέφθηκε την χώρα μας το βασιλικό ζεύγος του Βελγίου και στην εθιμοτυπική επίσκεψη τους στο Προεδρικό Μέγαρο παρασημοφόρησαν την Πρόεδρο μας με τον μεγαλόσταυρο του τάγματος του Λεοπόλδου.
Είναι το παράσημο που φέρει το όνομα του “σφαγέα” της Αφρικής, του “κτήνους” βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου. Του ανθρώπου που “πήρε” το Κονγκό ως προσωπική του αποικία και το μετέτρεψε σε κόλαση.
Το τάγμα του Λεοπόλδου, ο προσωπικός του στρατός από 20.000 μισθοφόρους, μαζί με τους μισθοφόρους που του παραχώρησαν οι εκπρόσωποι των εταιρειών που εκμεταλλεύονταν το χαλκό. το καουτσούκ, τα διαμάντια, το ελεφαντόδοντο και άλλα πολύτιμα προϊόντα της αφρικανικής γης μετέτρεψαν μέχρι το 1910, 25 εκατομμύρια ανθρώπους σε σκλάβους.
Δουλειά μέχρι θανάτου. όποιος δεν έπιανε την νόρμα που καθόριζαν οι αποικιοκράτες μαστιγωνόταν μέχρι θανάτου. όποιος αντιμιλούσε ακρωτηριαζόταν. Μαζί του ακρωτηριαζόταν και μέλη της οικογένεια του, ακόμα και παιδιά.
Αυτό το παράσημο αγαπητή μας Πρόεδρε μην το βάλεις ποτέ στο στήθος σου. Γιατί θα βλέπουν οι άνθρωποι που έχουν μνήμη στο πάλλευκο φόρεμα σου ένα κατακόκκινο λεκέ από αίμα. Πέταξε το στα σκουπίδια.
Ήταν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα! Τότε που οι Ευρωπαίου αποικιοκράτες δεν ήταν Δημοκράτες όπως σήμερα… Για να μας έρθουν στο μυαλό τα λόγια του Πατρις Λουμούμπα, του ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος του Κόνγκο.
«Από τα βάθη της καρδιάς μας είμαστε περήφανοι που πολεμήσαμε το αίμα και τη φωτιά με τα δάκρυά μας. Η πάλη μας ήταν αγνή και δίκαιη και έβαλε τέλος στην εξευτελιστική σκλαβιά. Πρωί και βράδυ έπρεπε να ανεχτούμε ξύλο, ρεζίλεμα, βρισιές, μόνο και μόνο γιατί ήμασταν “νέγροι“, “αράπηδες”. Γίναμε μάρτυρες όσων διώχτηκαν για τις πολιτικές και θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και κατέληξαν εξόριστοι στην ίδια τους τη χώρα, εξαναγκαζόμενοι σε μια μοίρα χειρότερη κι από το θάνατο. Πώς μπορεί να ξεχάσει κανείς τις σφαγές που κόστισαν τη ζωή σε πολλούς αδελφούς μας, τα κελιά όπου ρίχτηκαν από το δυνάστη; Εμείς που υποφέραμε στην καρδιά και το σώμα μας από το αποικιοκρατικό καθεστώς, λέμε τώρα δυνατά και καθαρά ότι τελείωσε».