Το θέμα της διάσπασης και ιδίως της αποστασίας στις παρατάξεις και στα κόμματα, ακόμα και στα κυβερνητικά κόμματα ήταν το σαράκι της πατρίδας μας. Αυτό επιχείρησε να θεραπεύσει ο αείμνηστος Ανδρέας με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1985 όταν περιόρισε τις αρμοδιότητες και την δύναμη του Προέδρου της Δημοκρατίας και ταυτόχρονα ισχυροποίηση το συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης αναγορεύοντας σε κυρίαρχο τον πρόεδρο του κόμματος σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα εξουσίας.
Προχθές εντελώς ξαφνικά ο κ. Μητσοτάκης άλλαξε δύο υπουργούς τον ένα του υπουργείου υγείας γιατί τα στενά οικονομικά περιθώρια του ΕΣΥ που καθορίζει μόνο ο πρωθυπουργός δεν επέτρεπαν στον Υπουργό Υγείας να ασκήσει δικές του πολιτικές και τον άλλο στο υπουργείο της Αστυνομίας υγείας γιατί τάχα μου ευθύνεται για τις παραβατικές συμπεριφορές των οπαδών και των ανηλίκων!! Κανένας δεν αντέδρασε γιατί αυτό το δικαίωμα να καθορίζει ο αρχηγός τους κόμματος τους υποψήφιους βουλευτές και να διορίζει τους υπουργούς είναι η δύναμη ελέγχου της κυβέρνησης του προερχόμενη από την συνταγματική επιταγή του 1985.
Το ίδιο συμβαίνει και στους Δήμους με αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις. Ο Δήμαρχος είναι ο κυρίαρχος. Και ο Δήμαρχος με τις θέσεις και τους μισθούς που κατανέμει υποτίθεται ότι κρατά την παράταξη του ενεργή και ενωμένη.
Όμως η διαφορά μεταξύ κόμματος και παράταξης ή πρωθυπουργού και Δημάρχου είναι τεράστια. Ο ένας έχει απεριόριστες εξουσίες και διαχείριση χρήματος και ο άλλος είναι απένταρος και με ελάχιστες αρμοδιότητες. Όταν και οι δύο, αναλογικά σε μέγεθος, έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις συνοχής του κόμματος ή της παράταξης και τα ίδια δικαιώματα στην παραχώρηση δικής του εξουσίας και χρήματος στους εκλεγμένους του κόμματος ή της παράταξης. Μάλιστα η περίπτωση της τεράστιας διαφοράς αυξάνεται κατακόρυφα αφού οι βουλευτές που δεν γίνονται υπουργοί πληρώνονται ενώ οι δημοτικοί σύμβουλοι δεν πληρώνονται.
Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι οι αμοιβές αν και σε μερικές περιπτώσεις η συνεχής απασχόληση δημιουργεί οικονομικές υποχρεώσεις και άρα απαιτήσεις ή και αντιθέσεις. Είναι η ενδεχόμενη ανυπαρξία αρχών και ιδεών που θα ομογενοποιήσουν την παράταξη και οι ελάχιστες ισάξιες σε όγκο και σε δράση αρμοδιότητες και άρα ατομικών στόχων που θα κινητοποιούν και θα αναδεικνύουν σε παρουσία και δημιουργικότητα όλους τους συμβούλους.
Χωρίς αυτά τα δύο η επιδιωκόμενη συνοχή κινδυνεύει αφού τα λάφυρα της εξουσίας του Δήμου (όπως και κάθε εξουσίας) σε θέσεις, σε αμοιβές και σε κοινωνικό κύρος είναι ελάχιστα και η δίκαιη αναδιανομή τους σχεδόν αδύνατη.