Ο «δημοκρατικός προγραμματισμός» και οι 13 μικροί πρωθυπουργοί

Μέρος επίκαιρου άρθρου του Απόστολου Ι. Παπατόλια, Δρ. Δημοσίου Δικαίου (Paris X), πρ. Νομάρχη

Το άρθρο  μας άρεσε και το δημοσιεύουμε για να το θυμούνται σε δύσκολες στιγμές οι εκλεγμένοι μας. Είναι η απάντηση στους 13 μικρούς υπουργούς της κυβέρνησης ένας εκ των οποίων είναι και ο δικός μας, αλλά και στην αποδυνάμωση του Δήμου μας.

Με τον Ν.1622/1986 εισήχθη στη χώρα μας ο θεσμός του «δημοκρατικού προγραμματισμού» που καθιέρωνε την ενεργό συμμετοχή της Αυτοδιοίκησης στην κατάρτιση και την εφαρμογή προγραμμάτων περιφερειακής και τοπικής ανάπτυξης. Καθώς προωθούσε τη συστημική συνεργασία διαφορετικών διοικητικών επιπέδων, ήταν η πρώτη ουσιαστικά απόπειρα «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης» στη χώρα μας, που υποκαταστάθηκε, όμως, γρήγορα από το κοινοτικό Σύστημα Διαχείρισης των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, το οποίο απορρόφησε όλες τις «λειτουργίες διακυβέρνησης»  (προγραμματισμός, υλοποίηση, παρακολούθηση, αξιολόγηση), περιθωριοποιώντας πολιτικά και επιχειρησιακά τα εργαλεία του «δημοκρατικού προγραμματισμού».

Έκτοτε, παρά τις προσπάθειες για εξορθολογισμό του καθεστώτος των Δημοσίων Επενδύσεων, δεν επιδιώχθηκε ποτέ ο εκδημοκρατισμός ή η αποκέντρωση του αναπτυξιακού σχεδιασμού. Οι απλές διαχειριστικές λειτουργίες εκτόπισαν, έτσι, οριστικά αυτές του αναπτυξιακού προγραμματισμού με πρώτο «θύμα» την Αυτοδιοίκηση, καθώς τα έργα και οι δράσεις των ΟΤΑ αποφασίζονται από την Κεντρική Διοίκηση με γνώμονα την «επιλεξιμότητα» των δαπανών και τις προτεραιότητες της ενωσιακής γραφειοκρατίας.

Σήμερα, λόγω των δεσμών νεο-πελατειακής εξάρτησης (χάριν των χρηματοδοτήσεων) που συνδέουν τους Δήμους με τις Περιφέρειες η σχέση των δύο βαθμίδων θυμίζει περισσότερο εκείνη μεταξύ Κρατικής Περιφέρειας και Αυτοδιοίκησης στις προ Καλλικράτη εποχές.

Το πάλαι ποτέ εμβληματικό αίτημα για «ισχυρή και ακηδεμόνευτη Αυτοδιοίκηση» έχει εγκαταλειφθεί από το πολιτικό προσωπικό που την υπηρετεί, συνθηκολογώντας πλέον απενοχοποιημένα με την συγκεντρωτική διαχείριση αλλά και την κομματική πατρωνία, στην οποία αναζητεί ολοένα και συχνότερα τη νομιμοποίησή του.

Οι δε αιρετές Περιφέρειες έχουν εγκλωβιστεί σε τέτοιο βαθμό στη διεκπεραίωση των πολιτικών των Υπουργείων, που δύσκολα πλέον διακρίνονται από την κεντρική κρατική γραφειοκρατία. Οι ίδιοι μάλιστα οι Περιφερειάρχες δείχνουν να απολαμβάνουν τον ρόλο τους ως συμπληρωματικού εξαρτήματος ενός εν τοις πράγμασι διευρυμένου κυβερνητικού σχήματος. Στον βαθμό που εξασφαλίζουν τη μακροημέρευσή τους μέσα από τη διεύρυνση της σφαίρας επιρροής τους, επιλέγουν αναμενόμενα τη διατήρηση του «ομφάλιου λώρου» αντί για αβέβαια συνθήματα όπως η χειραφέτηση ή ο εκδημοκρατισμός της Αυτοδιοίκησης.

Έτσι, αντί για τους 13 «μικρούς Πρωθυπουργούς που οραματίζονταν οι εμπνευστές του Καλλικράτη, στην πράξη έχουν εγκατασταθεί 13 «άτυποι Υπουργοί» της εκάστοτε Κεντρικής Κυβέρνησης, υπερπρόθυμοι να εκπληρώσουν διαχειριστικές λειτουργίες, επιφυλάσσοντας, παράλληλα, στους Δήμους τον ρόλο του «πτωχού συγγενή». Αυτός ο συσχετισμός δεν μπορεί να ανατραπεί παρά με μια γενναία μεταρρύθμιση της Αυτοδιοίκησης, με ισχυρή κοινωνική γείωση. Η επιστροφή του «δημοκρατικού προγραμματισμού» είναι το πρώτο και πιο ουσιαστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.