Αναδημοσιεύουμε από την Εφημερίδα των Συντακτών το άρθρο του Αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνου του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών κ. Σωτήρη Ρούσσου
Η αμερικανική και ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στο Αφγανιστάν δεν ήταν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο από μια στρατιωτική κατοχή με τους αναγκαίους συμμάχους, φυλάρχους, γαιοκτήμονες-φεουδάρχες και πολέμαρχους. Μάλιστα πολλοί από τους πολέμαρχους και τους φυλάρχους, ιδιαίτερα στον βορρά της χώρας, ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με τη διακίνηση του οπίου. Οι κυβερνήσεις της Καμπούλ δεν κατάφεραν να αποκτήσουν πραγματική σύνδεση με τα κοινωνικά στρώματα της υπαίθρου και συνήθως αντιμετώπιζαν την παθητική ή και ενεργητική αντίσταση των μουλάδων.
Πριν από μόλις μία εβδομάδα το περιοδικό Economist και το Carnegie Endowment for International Peace εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην αμερικανική αποχώρηση από το Αφγανιστάν χαρακτηρίζοντάς την μεγάλο ιστορικό λάθος. Δεν υπάρχει ούτε μία λέξη για να εξηγήσουν γιατί είκοσι χρόνια ανηλεούς καταδιώξεως των Ταλιμπάν, ένα τρισεκατομμύριο δολάρια σε δαπάνες για την άμυνα και την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, εκατοντάδες καλοπληρωμένοι ΜΚΟ και ένας τεράστιος, πλήρως εξοπλισμένος στρατός τριακοσίων χιλιάδων ανδρών οδήγησαν τελικά τους Ταλιμπάν στο προεδρικό μέγαρο της Καμπούλ.
Το Αφγανιστάν είναι μια κατά κύριο λόγο αγροτική χώρα με τεράστιες κοινωνικές, οικονομικές και μορφωτικές διαφορές μεταξύ των μεγάλων πόλεων, και ειδικά της Καμπούλ, και της υπαίθρου, όπου διαβιοί η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Πρόκειται για μια πολυεθνοτική χώρα με μεγαλύτερη την κοινότητα των Παστούν από την οποία προέρχονται και οι Ταλιμπάν. Οι τρεις βασικοί πόλοι κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας είναι οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, οι τοπικοί μουλάδες (θρησκευτικοί ηγέτες) και οι φύλαρχοι. Η αντίδραση των τριών αυτών ομάδων ακύρωσε τις δύο μεγάλες προσπάθειες δυτικού εκσυγχρονισμού, κοσμικού και σοσιαλίζοντος χαρακτήρα, που αποπειράθηκαν να πραγματοποιήσουν μορφωμένες ελίτ των μεγάλων αστικών κέντρων στην περίοδο του Μεσοπολέμου και στη δεκαετία του 1970. Καμία από τις δύο απόπειρες δεν υλοποίησε μια αξιόλογη αγροτική μεταρρύθμιση που θα εξουδετέρωνε τους μεγάλους γαιοκτήμονες, ούτε μια μορφωτική επανάσταση από τα κάτω που θα μείωνε δραστικά την επιρροή των μουλάδων και των φυλάρχων. Η προσπάθεια της σοβιετικής κατοχής να διευρύνει την εκπαίδευση στην ύπαιθρο ήταν μια από τα πάνω αυταρχική προσπάθεια που δεν είχε τη συναίνεση των αγροτικών στρωμάτων και έδωσε την ευκαιρία στους μουλάδες να ξεκινήσουν την εξέγερση των μουτζαχεντίν. Με τη βοήθεια των ΗΠΑ, του Πακιστάν και της Σαουδικής Αραβίας οι μουτζαχεντίν πήραν την εξουσία εκδιώκοντας τους Σοβιετικούς και σηματοδοτώντας την αρχή της ραγδαίας αποσύνθεσης του ανατολικού συνασπισμού.
Οι Ταλιμπάν, των οποίων το όνομα σημαίνει σπουδαστές θρησκευτικών σχολείων, είναι αποτέλεσμα του πολέμου των μουτζαχεντίν. Πρόκειται για ομάδες νέων που συγκροτήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 στα στρατόπεδα Αφγανών προσφύγων του Πακιστάν και επηρεάστηκαν από το Ντεομπάντι ισλαμικό κίνημα του Πακιστάν, που συνδυάζει την εφαρμογή μιας πολύ αυστηρής, φονταμενταλιστικής εκδοχής του Ισλάμ με την αντι-ιμπεριαλιστική ιδεολογία. Η επικράτησή τους από το 1996 ώς το 2001 στο Αφγανιστάν βασίστηκε κυρίως στην υποστήριξη της μεγαλύτερης εθνοτικής ομάδας στη χώρα, των Παστούν, στις συμφωνίες με τοπικούς μουλάδες και φυλάρχους, στην ιδεολογική και οργανωτική συνοχή και στη σταθερή υποστήριξη του Πακιστάν.
Πέρα από την άτεγκτη και πολλές φορές ιδιαίτερα βάναυση εφαρμογή της δικής τους εκδοχής του ισλαμικού νόμου, οι Ταλιμπάν πολιτεύτηκαν με πολύ λιγότερη διαφθορά σε σύγκριση με το καθεστώς της αμερικανικής κατοχής που ακολούθησε και περιόρισαν δραστικά βάρβαρα «προνόμια» των γαιοκτημόνων, όπως η αρπαγή μικρών αγοριών για τα «χαρέμια» τους. Την ίδια στιγμή περιόρισαν δραστικά την παραγωγή οπίου από 4.300 μετρικούς τόνους σε μόλις 73 ετησίως. Η παραγωγή υπερπολλαπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της αμερικανικής επέμβασης ξεπερνώντας σε αξία το 50% του νόμιμου αφγανικού ΑΕΠ. Είναι μάλιστα ενδεικτικό της αποσυνθετικής επιρροής της παραγωγής οπίου και του ναρκεμπορίου στην αφγανική κοινωνία το γεγονός ότι το ένα τρίτο των μελών των δυνάμεων ασφαλείας είναι εθισμένα στα ναρκωτικά και αναμεμειγμένα στην παραγωγή και τη διακίνηση του οπίου. Σήμερα το Αφγανιστάν είναι η πηγή του 90% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου.
Η αμερικανική και ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στο Αφγανιστάν δεν ήταν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο από μια στρατιωτική κατοχή με τους αναγκαίους συμμάχους, φυλάρχους, γαιοκτήμονες-φεουδάρχες και πολέμαρχους. Μάλιστα πολλοί από τους πολέμαρχους και τους φυλάρχους, ιδιαίτερα στον βορρά της χώρας, ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με τη διακίνηση του οπίου. Οι κυβερνήσεις της Καμπούλ δεν κατάφεραν να αποκτήσουν πραγματική σύνδεση με τα κοινωνικά στρώματα της υπαίθρου και συνήθως αντιμετώπιζαν την παθητική ή και ενεργητική αντίσταση των μουλάδων. Πολύ μικρό ποσοστό των δισεκατομμυρίων δολαρίων που δίνονταν σε διεθνείς ΜΚΟ για έργα και προγράμματα πήγαινε για την υλοποίηση του σκοπού τους, ενώ το μεγαλύτερο μέρος τους δαπανήθηκε για τα υπερβολικά υψηλά λειτουργικά έξοδα των ΜΚΟ ή κατευθυνόταν στις τσέπες της διεφθαρμένης ελίτ της Καμπούλ. Τα εκατομμύρια των Αφγανών της υπαίθρου που μετακινήθηκαν στην Καμπούλ προσδοκώντας ένα καλύτερο μέλλον κατέληξαν σε άθλιες παραγκουπόλεις παρακολουθώντας την απαστράπτουσα χλιδή της ελίτ μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά.
Από τη μία είχαμε μια κυβέρνηση και ένα κράτος που είχε δομηθεί αποκλειστικά πάνω στην υποστήριξη της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας και από την άλλη έχουμε ένα λαϊκό κίνημα που, μπορεί να μη μας αρέσει, μπορεί να είναι βάρβαρο, μπορεί να έχει εξτρεμιστικές απόψεις, άλλα είναι ένα λαϊκό κίνημα, το οποίο πολεμούσε και κατάφερε να επιβιώσει επί είκοσι χρόνια. Αυτή η ανθεκτικότητα το βοήθησε να αποκτήσει ερείσματα στο εξωτερικό πέρα από το Πακιστάν στις διάφορες μοναρχίες του Περσικού Κόλπου.
Η ηγεσία των Ταλιμπάν, εκτός από τον ανώτατο θρησκευτικό τους ηγέτη, είναι σχετικά νέα μεταξύ τριάντα πέντε και σαράντα πέντε ετών και δεν έχει την εμπειρία της προηγούμενης διακυβέρνησης. Εχουν ανδρωθεί πολιτικά μέσα από τον ανταρτοπόλεμο των τελευταίων είκοσι ετών. Η διακυβέρνησή τους θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Εχουν επείγουσα ανάγκη διεθνούς οικονομικής βοήθειας, την οποία προσδοκούν από την Κίνα και χώρες όπως το Κατάρ, τα Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία. Εχουν επίσης ζωτική ανάγκη να συγκρατήσουν τα εξειδικευμένα στελέχη της αφγανικής κοινωνίας και πιθανόν να μην ασκήσουν την ίδια πολιτική άτεγκτης εφαρμογής του ισλαμικού νόμου, ώστε να αποτρέψουν τη μαζική φυγή τους. Είναι μάλιστα πολύ πιθανή η συνέχιση συγκρούσεων χαμηλής έντασης εναντίον τοπικών φυλάρχων για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι περιφερειακές δυνάμεις βλέπουν τους Ταλιμπάν με επιφύλαξη. Στις πρώτες δηλώσεις τους οι εκπρόσωποί τους διαβεβαίωσαν τη διεθνή κοινότητα ότι το Αφγανιστάν δεν θα γίνει εφαλτήριο δυνάμεων για εξαπόλυση επιθέσεων σε τρίτες χώρες. Αν τηρήσουν την υπόσχεσή τους τότε μπορεί να ανοίξει μια στενή συνεργασία με την Κίνα και να ενταχθεί το Αφγανιστάν στον κινεζικό «Δρόμο του Μεταξιού». Μπορούν επίσης να υλοποιηθούν συμφωνίες για αγωγούς πετρελαίου και κυρίως φυσικού αερίου από την Κεντρική Ασία στον Ινδικό Ωκεανό. Λιγότερο πιθανή είναι η βελτίωση των σχέσεων με το Ιράν και την Ινδία λόγω του μακρόχρονου ανταγωνισμού και της καχυποψίας των δύο αυτών χωρών προς τους Ταλιμπάν. Η Τεχεράνη ανησυχεί ιδιαίτερα για ένα νέο προσφυγικό ρεύμα που θα προστεθεί στα τρία εκατομμύρια, Αφγανούς κυρίως, πρόσφυγες που ήδη βρίσκονται στη χώρα.
Η αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν σηματοδοτεί τον τερματισμό της πρώτης μεταψυχροπολεμικής περιόδου, όταν η υπερδύναμη μπορούσε να επιβάλλει το δικό της μοντέλο οργάνωσης του κόσμου ακόμη και με την άμεση στρατιωτική επέμβαση και κατοχή μεγάλων περιοχών της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Η δεύτερη περίοδος αναδεικνύει πολλαπλά μοντέλα διεθνούς οργάνωσης, με το δυτικό να παραμένει το ισχυρότερο αλλά όχι το μοναδικό. Αυτή η αποδυνάμωση του δυτικού μοντέλου οργάνωσης του κόσμου είναι ο λόγος που ο Economist, το Carnegie και άλλοι ιδεολογικοί Ηρακλείς του μοντέλου αυτού αντιδρούν στην αμερικανική αποχώρηση.