4 ώρες μέσα στο λιμάνι . Άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά. Άνθρωποι. Και απ’ έξω κάποιοι μαυροντυμένοι με μια κυράτσα που φορούσε πέτσινο μαύρο μπουφάν, να φωνάζουν μπροστά στα μικρά παιδάκια.
“Αφήστε τους μέσα στη βάρκα. Να πάνε από κει που ήρθαν. Στη θάλασσα! στη θάλασσα!”
Το λιμενικό άφαντο. Οι δυνάμεις ασφαλείας πουθενά. Ένα χέρι βοήθειας, ένα ποτήρι νερό. Τίποτε.
Αυτά τις τρεις πρώτες ημέρες. Μεσοπέλαγα, με φουρτούνα, η βάρκα στα δικά μας νερά και το περιπολικό σκάφος ούτε πλησίαζε.
Κάποια στιγμή θα γίνει το κακό. Κάποια στιγμή μέσα στα δικά μας νερά θα πνιγούν μπροστά στα μάτια των ναυτικών μας μικρά παιδιά. Και θα τους βλέπουν γιατί αυτές είναι οι εντολές!
Και τότε ο αιώνιος περήφανος έλληνας ναύτης που κινδυνεύει για να σώσει ζωές θα μετατραπεί σε Τούρκο. Ο αείμνηστος Διονύσης από ψιλά θα δακρύζει. Και ο αξέχαστος παπάς της Χίου που άνοιξε το εκκλησάκι του να κοιμίσει ξεριζωμένους θα ξεχαστεί.
Είναι η αρχή. Δεν είδαμε τίποτε ακόμα. Τα ξερονήσια θα είναι το ελάχιστο. Στο τέλος με την πολιτική τους θα μας μετατρέψουν σε φασισταριά. Ποιούς; Εμάς που μεγαλουργήσαμε με το γαλάζιο του ελεύθερου Αιγαίου χιλιάδες χρόνια. Τα νησιά μας, τα σταυροδρόμια των πολιτισμών… .